μπιρμπίλι

μπιρμπίλι
τό
1) см. μπιρμπίλα 1, 2; 2) соловей; 3):

μπιρμπίλι της θάλασσας — зимородок


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπιρμπίλι" в других словарях:

  • μπιρμπίλι — (I) και μπιμπίλι, το [μπιρμπίλα] η μπιρμπίλα. (II) και μπιμπίλι, το 1. το αηδόνι 2. φρ. «μπιρμπίλι τής θάλασσας» η αλκυόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul] …   Dictionary of Greek

  • μπιμπίλι — το βλ. μπιρμπίλι …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπίλω — η [μπιρμπίλι] γυναίκα καμωματού και τσαχπίνα …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπιλομάτης — α, ικο (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μεγάλα, ζωηρά και παιχνιδιάρικα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιρμπίλι (II) + μάτι] …   Dictionary of Greek

  • αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»